κεφαλαλγίης

κεφαλαλγίης
κεφαλαλγία
headache
fem gen sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επιχλιαίνω — ἐπιχλιαίνω (Α) 1. θερμαίνω την επιφάνεια («ἐπιχλιάνας τὸν κηρόν», Λουκιαν.) 2. παθ. ἐπιχλιαίνομαι έχω πυρετό («μετὰ κεφαλαλγίης τὸ ἐπιχλιαίνεσθαι ὀλέθριον», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”